- μεταφόρτωση
- η1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μεταφορτώνω, η εκ νέου φόρτωση, η φόρτωση σε άλλο μεταφορικό μέσο2. (οικον.-συγκ.) μεταφορά φορτίου από ένα μεταφορικό μέσο σε άλλο, τού ίδιου ή διαφορετικού τύπου ή είδους, όπως από φορτηγό αυτοκίνητο σε άλλο αυτοκίνητο ή από πλοίο σε αεροπλάνο, αλλά και μεταξύ παρόμοιων μεταφορικών μέσων, όπως μεταξύ πλοίων, είτε για λόγους έκτακτης ανάγκης τού μεταφορικού μέσου ή τού φορτίου είτε προγραμματισμένα3. φρ. «μεταφόρτωση δεν επιτρέπεται» — διεθνής εμπορικός όρος που χρησιμοποιείται στις μεταφορές.[ΕΤΥΜΟΛ. < μεταφορτώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1844 στην εφημερίδα Αιών].
Dictionary of Greek. 2013.